κολλητερό

κολλητερό
το
ειδικό δοχείο κατασκευασμένο από δύο αγγεία, εσωτερικό και εξωτερικό, τα οποία δεν εφάπτονται και το μεν εσωτερικό χρησιμοποιείται για διάλυση ιχθυόκολλας με ισχυρή θέρμανση τού νερού που υπάρχει μεταξύ τών δύο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κολλητήρι + κατάλ. -ερό, κατά τα θυμιατ-ερό, φυσ-ερό].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”